- στιλβίτης
- ο(ορυκτ.), ορυκτό που ανήκει στην ομάδα των ζεολίθων, χοϊλανδίτης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
στιλβίτης — ο, Ν (ορυκτ.) ένυδρο αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού νατρίου και τού καλίου, τής ομάδας τών ζεολίθων, που έχει παρόμοιες ιδιότητες με τον ευλανδίτη, αλλ. δεσμίνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stilbite (< στίλβη + ite)] … Dictionary of Greek
δεσμίνης — Ορυκτό της ομάδας των ζεόλιθων με χημικό τύπο (CaNa2Al2Si6O16–6H2O. Ονομάζεται και στιλβίτης. Ο δ. κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται σε ραβδωτά ή ακτινοειδή συσσωματώματα με σκληρότητα 3,5 4 και πυκνότητα 2,1 gr/cm3. Έχει λευκό … Dictionary of Greek